πολιορκητικοῦ

πολιορκητικοῦ
πολιορκητικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικέφαλον — ἐπικέφαλον, τό (AM) [κεφαλή] μσν. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, περικεφαλαία 2. (για άλογο) προμετωπίδα αρχ. 1. η κεφαλή τού πολιορκητικού κριού 2. χρηματικό ποσό που διανέμεται κατ’ άτομο …   Dictionary of Greek

  • κριοδόχη — κριοδόχη, ἡ (Α) το ξύλινο πλαίσιο τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • κριόστασις — κριόστασις, έως, ἡ (Α) η ξύλινη βάση τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + στάσις (< ἵστημι), πρβλ. βού στασις, ιππό στασις] …   Dictionary of Greek

  • προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… …   Dictionary of Greek

  • τοιχορρήκτης — ο, Ν 1. αυτός που διαρρηγνύει, που σπάζει τοίχους 2. είδος παλαιού πολιορκητικού πυροβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + ρρήκτης (< ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. δια ρρήκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”